Νίνος

Νίνος
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ιδρυτής της Νινευί και θεμελιωτής του ασσυριακού κράτους (περί το 2.000 π.Χ.). Ο Ν. υπέταξε τη Βαβυλώνα, νίκησε τον βασιλιά της Αρμενίας Βαρσάν και σταύρωσε τον βασιλιά της Μηδίας Φάρνο. Πολιορκώντας τα Βάκτρα γνώρισε την ωραία Σεμίραμη, που την έκανε σύζυγό του και η οποία, όπως λέγεται, τον δολοφόνησε έπειτα από 52 ετών παραμονή του στο θρόνο. Ο Ν. και η Σεμίραμις είναι η προσωποποίηση των θεοτήτων Νινίβ Αδάρ και Ισχτάρ, του Ηρακλή και της Αφροδίτης των Ασσυρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νῖνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνω — Νίνος masc nom/voc/acc dual Νίνος masc gen sg (doric aeolic) Νί̱νω , Νῖνος masc nom/voc/acc dual Νί̱νω , Νῖνος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνου — Νίνος masc gen sg Νί̱νου , Νῖνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνων — Νίνος masc gen pl Νί̱νων , Νῖνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνῳ — Νίνος masc dat sg Νί̱νῳ , Νῖνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Нин в мифологии — (Νίνος) мифический основатель большого ассирийского государства, по преданию простиравшегося от Египта до Индии, сын Нинии, основателя Ниневии. Оба имени, вероятно, произошли от олицетворения Ниневии (см.). Н. был женат на (также мифической)… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Нин — (Νίνος) мифический основатель большого ассирийского государства, по преданию простиравшегося от Египта до Индии, сын Нинии, основателя Ниневии. Оба имени, вероятно, произошли от олицетворения Ниневии (см.). Н. был женат на (также мифической)… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Νῖνον — Νῖνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίνον — Νίνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”